κωδίκιο(ν)

κωδίκιο(ν)
το (Μ κωδίκιον) [κώδιξ]
νεοελλ.
βιβλίο στο οποίο καταγράφονταν τα πρακτικά τών πατριαρχικών συνόδων
μσν.
συλλογή εγγράφων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”